αντιτέμνω

αντιτέμνω
ἀντιτέμνω (Α)
φρ. κόβω βότανα για να χρησιμοποιηθούν εναντίον των ασθενειών («Φοῑβος ἔδωκε φάρμακα ἀντιτεμὼν βροτοῑσι»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀντιτεμνόμενος — ἀντιτέμνω cut against pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιτεμών — ἀντιτέμνω cut against aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντίτομος — ἀντίτομος, ον (Α) [αντιτέμνω] 1. αυτός που κόβεται για να χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία κακού 2. φρ. «ἀντίτομα ὀδυνᾱν» φάρμακα για τις λύπες (Πίνδ.) …   Dictionary of Greek

  • τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”